Κοιτούσε την μπάλα προσπαθώντας να αποφασίσει αν θα έβγαινε έξω να παίξει. Την κρατούσε στα χέρια στριφογυρίζοντας την πέρα δώθε. Οι ακτίνες του ήλιου, που κατάφερναν να ξεγλιστρήσουν μέσα από τη χαραμάδα που υπήρχε, έκαναν τα χρώματα της μπάλας να ιριδίζουν μαγευτικά.
Μια μπάλα, ένα σχήμα, μια κοσμοθεωρία. Η μπάλα και ο κόσμος έχουν το ίδιο σχήμα, σκέφτηκε. Εγώ στριφογυρνάω την μπάλα και η γη στριφογυρνάει γύρω από τον εαυτό της. Πότε δεν ήταν καλός ούτε στη φυσική, ούτε στη χημεία. Πόσο μάλλον στην αστροφυσική. Οι γνώσεις του περιορίζονταν στα πολύ βασικά, αλλά ποτέ δεν νοιάστηκε για αυτό. Τα θεωρούσε όλα αχρείαστα και ίσως και βαρετά. Εκείνη όμως τη δεδομένη στιγμή, έκοψε τον εαυτό του να δυσφορεί μιας και η ασυνείδητη σύνδεση της μπάλας με τη γη, τον έκανε να περιπλανηθεί στο διάστημα για λίγα λεπτά. Αναγνώρισε ότι σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά, και για πολλούς αστάθμητους παράγοντες αυτός βρισκόταν επιβάτης σε ένα διαστημόπλοιο, θα είχε πολλές δυσκολίες να προσαρμοστεί, ίσως και να επιβιώσει. Τότε, θα ευχόμουν να άκουγα τον κ. Γιασεμή όταν μας εξηγούσε το μαγικό κόσμο του σύμπαντος, όπως τον αποκαλούσε ο ίδιος! Οι ανησυχίες του, όμως, κράτησαν μόνο για μερικά λεπτά, αφού στο άκουσμα του ονόματός του από τον Αλέκο, κάθε ενοχή εξανεμίστηκε μπροστά στην ανέλπιδη προσδοκία του για παιχνίδι.
«Καλά, πού χάθηκες εσύ; Πόσο καιρό έχεις να φανείς στη γειτονιά», τον ρώτησε, με περίσσιο ενθουσιασμό που τον έβλεπε. «Ρε Γιώργο, αφού τα ξέρεις, η μαμά μου δεν μ’ αφήνει να έρχομαι εδώ μόνος». «Σήμερα;», ρώτησε ο Γιωργάκης, απορημένος που τον έβλεπε. «Ήρθε να δει την κυρία Σοφία, υποθέτω είναι άρρωστη, και επειδή μάλλον ήθελαν να μιλήσουν, αυτό κατάλαβα, μου είπαν να πάω να παίξω στην αυλή! Ξέρεις τώρα τους μεγάλους με τις μυστικοπάθειές τους. Και να ’μαι, λοιπόν!». «Πολύ χαίρομαι, διότι πολύ βαρέθηκα εδώ μόνος». «Καλά, δεν παίζεις με τον Πέτρο και τον Σταύρο πια;». «Όχι», έγνεψε αρνητικά. Ο Αλέκος πάντα καταλάβαινε τον Γιωργάκη, χωρίς να χρειάζεται να του πει πολλά. Και αυτή τη φορά το ένστικτό του δεν τον γελούσε. Κάτι είχε γίνει, κάτι αρκετά σοβαρό θα έλεγε κανείς, κρίνοντας από την έκφραση στο πρόσωπο του Γιώργου. Μια μονόλεπτη παύση ακολούθησε και τα δύο αγόρια κοιταζόντουσαν χωρίς να μιλάνε. Ξαφνικά ο Γιώργος σπάει τη σιωπή και λέει: «Την προηγούμενη βδομάδα ήμασταν στο γήπεδο και ήρθε ο Μανώλης. Ο Σταύρος μόλις τον είδε του ζήτησε χρήματα. Ο Μανώλης δεν του έδινε και τότε άρχισε να τον χτυπάει, πραγματικά σάστισα και δεν ήξερα τι να κάνω. Ο Μανώλης δεν αντίδρασε, τον ξέρεις, φοβάται και τη σκιά του και όσο δεν έκανε κάτι, ο Σταυρός τόσο περισσότερο εκνευριζόταν. Του φώναζε και τον έβριζε. Ο Μανώλης έβγαλε όσα χρήματα είχε πάνω του και του τα έδωσε. Μετά αυτός περήφανα, λες και καυχιόταν για το ξύλο που του έδωσε του είπε ’τέτοιος χαμένος που είσαι αυτή είναι η θέση σου’. Δεν άντεξα και χίμηξα πάνω του. Μετά από αυτό δεν ξαναμιλήσαμε». «Καλά έκανες», είπε ο Αλέκος, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Άτε πάμε να παίξουμε», φώναξε ενθουσιασμένος ο Γιωργάκης που στα μάτια του φίλου του έβλεπε πάντα ένα σύμμαχο!
Αποφάσισαν να πάνε στο γήπεδο. Πάντα τους άρεσε να γυροφέρνουν εκεί παίζοντας μπάλα με τ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς. Εκείνη τη μέρα όμως δεν υπήρχε ψυχή, για αυτό αποφάσισαν να παίξουν μόνοι τους, πασάροντας ο ένας στον άλλο. Έπαιξαν κάμποση ώρα, μέχρι που ο Αλέκος φώναξε πως δεν αντέχει άλλο και πως είχε κουραστεί αρκετά. «Οι αντοχές σου φίλε, από τον καιρό που έφυγες, έχουν πιάσει πάτο», είπε αστειευόμενος ο Γιωργάκης. «Πάμε να κάνουμε κατασκοπία, και μην χολοσκάς». Η χαρά στα μάτια του Αλέκου άστραψε. Όπως όλα τα αγόρια της περιοχής, η περιέργεια για ένα συγκεκριμένο σπίτι πάντα τους έκανε να ηδονίζονται από ευθυμία. Το απαγορευμένο αυτό σπίτι, ήταν η πιο περιπετειώδης αδιακρισία που τολμούσαν να πράξουν στα δεκατρία τους χρόνια. Οι γονείς τους απαγόρευαν ρητά να πλησιάσουν το σπίτι αυτό. Η μαμά του Γιώργου το αποκαλούσε ’το σπίτι της ακολασίας’ και συνέχιζε με αυστηρό ύφος να λέει ότι ’κανένας άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του δεν θα το πλησίασε’. Ο Γιώργος όμως είχε εντελώς διαφορετική γνώμη και πολλές φορές έκοβε τον εαυτό του να σκέφτεται εκείνο το σπίτι, και πιο συγκεκριμένα την κα. Μαρία, ιδιοκτήτρια και αφέντρα του σπιτιού. Η Μαρία ήταν μια γυναίκα στην ηλικία της μαμάς του, αλλά πολύ πιο όμορφη, με χυμώδεις ζυμώσεις. Αυτό το τελευταίο, το είχε ακούσει να το λέει ο μπαμπάς του σε ένα γείτονα. «Τελικά, μόνο η μαμά δεν τη συμπαθεί», σκέφτηκε. Χρόνια αργότερα, θα μάθαινε τι σήμαινε γυναικεία ματαιοδοξία και ίσως με κάποιο ίχνος επιείκειας να καταλάβαινε γιατί η μαμά του σκεφτόταν έτσι. Τώρα απλά την έβρισκε υπερβολική. Η Μαρία ήταν χωρισμένη, χωρίς παιδιά και είχε έρθει στην περιοχή πολύ πρόσφατα. Τα αγόρια έδειχναν να απολαμβάνουν την ομορφιά της και συχνά κρύβονταν πίσω από ένα παμπάλαιο πεύκο, που υπήρχε ακριβώς δίπλα από την εξώπορτα και οδηγούσε στο υπνοδωμάτιό της. Σπάνια έβλεπαν κάτι το ενδιαφέρον, αλλά μόνο η παρουσία της Μαρίας ήταν αρκετή για να τους φτιάξει το κέφι και να γεμίσει τα βραδινά όνειρά τους.
Αφού πήραν τον κατηφορικό πεζόδρομο, δίπλα από το γήπεδο, γλίστρησαν στο παρακείμενο χωράφι, και διαπερνώντας το δρόμο της απάνω γειτονιάς βρέθηκαν στην αυλή της αισθησιακής Μαρίας. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και μπορούσαν να ακούσουν το ράδιο, που έπαιζε μια φρικιαστική για τα αφτιά τους μουσική! Κρύφτηκαν πίσω από το δέντρο, και περίμεναν. Ο Γιωργάκης κοίταξε την πυκνή πράσινη φυλλωσιά του δέντρου και σκέφτηκε πως οι ακτίνες του ήλιου έχουν τη μαγική ιδιότητα να κάνουν τα πάντα να ιριδίζουν, προσδίδοντάς τους μια μοναδική μεγαλειότητα. Κοίταξε τον Αλέκο, που ακόμα βαριαναστέναζε από το περπάτημα και τον ρώτησε αν ένιωθε κανένα περίεργο μούδιασμα στο στομάχι κάθε φορά που σκεφτόταν τη Μαρία. Συγκατάνευσε θετικά και αυτό τον ικανοποίησε.
Καθώς περίμεναν, άκουσαν βήματα και η καρδιά τους άρχισε να κτυπάει σαν τρελή. Αλήθεια, θα την έβλεπαν; Πολλές φορές περίμεναν ώρες ολάκερες απλά για να τη δουν έστω και για λίγα λεπτά. Αυτή τη φορά θα ήταν πράγματι τόσο τυχεροί, ώστε να την έβλεπαν αμέσως; Ο χρόνος είναι μια περίεργη αίσθηση για τα αγόρια αυτής της ηλικίας. Πολλές φορές ο χρόνος σταματάει, λες και αρνείται να μπει στο τρένο που έχει δρομολογήσει την πορεία του και άλλες φορές βιάζεται τόσο, που περνά σαν δέσμη φωτός. Η μορφή της ξεπρόβαλλε σιγά-σιγά μέσα από το διάδρομο, μιλούσε στο τηλέφωνο και φαινόταν απασχολημένη. Κοίταξε τον Αλέκο. Με ένα βλέμμα συγκαταβατικότητας ένιωθαν πως είχαν κατακτήσει τον κόσμο. Η επιθυμία τους είχε πραγματοποιηθεί, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Το αίσθημα αυτό είχε και μια άλλη διάσταση. Έβλεπαν τη Μαρία οι δυο τους, μαζί. Η παρουσία της σε συνάρτηση με τη δική τους παρουσία ήταν η εξασφάλιση της προσωρινής καλοτυχίας. Ένιωθαν τυχεροί διότι αυτό που βίωναν, το βίωναν μαζί. Μπορούσε να το καταλάβει αυτό και ένα ανεπίδεκτο μάτι. Ένιωθαν δεμένοι, με ένα ξεχωριστό τρόπο. Μια κρυφή, μυστική συμφωνία αναπτυσσόταν μεταξύ τους. Ήξεραν πως έκαναν κάτι που δεν έπρεπε, αλλά το έκαναν μαζί. Οι τύψεις και οι ενοχές μοιράζονταν στα δυο, ενώ αντίθετα η έξαρση και η προσδοκία διπλασιάζονταν.
Σε κάποια φάση η Μαρία προσπαθούσε να καθαρίσει ένα πολύχρωμο χαλί, τινάζοντάς το στο παράθυρο. Η προσμονή τους έπαιρνε τώρα σάρκα και οστά. Την έβλεπαν τόσο καθαρά, που τίποτα άλλο στον κόσμο δεν είχε σημασία. Επειδή υπήρχε ο κίνδυνος να τους δει, επιχείρησαν να κάνουν ένα δυο βήματα παραπέρα. Στην προσπάθεια αυτή, ο Γιωργάκης παραπάτησε και ο Αλέκος, συνειδητοποιώντας αμέσως τον κρότο που θα επικρατούσε, άπλωσε το χέρι του και τον άρπαξε από το χέρι, ανακόπτοντας την επίπονη πτώση του. Όσο και αν η παρέμβαση του Αλέκου ήταν σωτήρια, εντούτοις δεν κατάφεραν να διαφύγουν της προσοχής της Μαρίας. Αφού αντιλήφθηκε την παρουσία των απρόσκλητων επισκεπτών, προς μεγάλη τους έκπληξη και με μια περίεργη οικειότητα τους κάλεσε για λεμονάδα. Είχε κέφια και αυτό τους γλύτωσε από περαιτέρω φασαρίες, μπλεξίματα και εξηγήσεις. Ούτε καν μπήκε στον κόπο να τους ρωτήσει πώς βρέθηκαν εκεί και τι δουλειά είχαν στον κήπο της.
Τα αγόρια σαστισμένα την κοιτούσαν αμίλητα, προσπαθώντας να διαβάσουν το σκοπό της. Δειλά-δειλά είτε από περιέργεια, είτε από ευγένεια προχώρησαν προς το μέρος της. «Αλέκο, το ξέρει η μαμά σου πως είσαι εδώ;». Το αγόρι, από τον πανικό του που ήξερε το όνομά του χλόμιασε. «Είσαι καλά αγόρι μου;», φώναξε αυτή, και στη φωνή της μπορούσε κανείς να διακρίνει την εμφανή ανησυχία της. «Ίσως πρέπει να τηλεφωνήσω στη μαμά σου». «Όχι», φώναξαν και τα δυο αγόρια μαζί, φοβούμενοι τις επιπτώσεις της παραμονής τους στο σπίτι αυτό. Ο Αλέκος από την ταραχή του, άρχισε να αισθάνεται αδύναμος, ενώ κρύος ιδρώτας άρχισε να τον περιλούζει. Ο Γιωργάκης βλέποντας τις αντιδράσεις του φίλου του, άρχισε περισσότερο να ανησυχεί για αυτόν και όχι τόσο για το ότι δεν έπρεπε να βρίσκονται εκεί. Πριν προλάβει να του πει να ηρεμίσει ο Αλέκος, μη μπορώντας να ελέγξει το σώμα του, έπεσε χάμω. Ο ήχος από το μικροκαμωμένο του σώμα αντήχησε σε όλο το δωμάτιο.
«Γιωργάκη», φώναξε η μαμά του, «είσαι καλύτερα:». «Εγώ μια χαρά είμαι, ο Αλέκος… μαμά θα γίνει καλά;», ρώτησε με ένα πόνο ψυχής, που παρά την τρυφερή ηλικία του, ο σπαραγμός που ένιωθε ήταν έκδηλος στην τρεμάμενη φωνή του. «Αγάπη μου, ο Αλέκος είναι καιρό άρρωστος. Για αυτό φύγανε από τη γειτονιά, επειδή χρειαζόταν καθαρό αέρα και ξεκούραση. Σε είχε πεθυμήσει τόσο πολύ, για αυτό η μαμά του τον έφερε να σε δει. Ο Θεός είναι μεγάλος μωρό μου, πρέπει να έχουμε πίστη». «Μαμά, μου λείπει, μου λείπει πολύ», είπε, καθώς ξέσπασε σε κλάματα. Η μαμά του τον έχωσε στην αγκαλιά της και τον άφησε να κλάψει, μέχρι που το δάκρυ στέρεψε και η ψυχή του ανακουφίστηκε κάπως από τα απομεινάρια της βαθιάς πληγής που του είχε χαράξει η σημερινή μέρα.
Πήγε στο δωμάτιο του και πήρε την μπάλα, που βρισκόταν πεταμένη, πλάι στο κρεβάτι. Άρχισε να τη στριφογυρνά, πέρα δώθε, μόνο που τώρα ήταν βράδυ και τα χρώματά της δεν ιρίδιζαν. Όπως ακριβώς η γη τη νύχτα, σκέφτηκε. Από αύριο θα ακούω πιο προσεχτικά τον καθηγητή αποφάσισε. Θέλω να μάθω γιατί η γη περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, θέλω να μάθω πώς δημιουργηθήκαμε και πότε θα πάψουμε να υπάρχουμε… Θέλω να μάθω γιατί ζω…. Με την τελευταία αυτή σκέψη, άφησε την μπάλα να κυλήσει στο πάτωμα. Πρέπει να μάθω, πρέπει…και μετά θα τα εξηγήσω όλα στον Αλέκο. Πρέπει να προλάβω, πρέπει να βιαστώ… Πρέπει…
26 March, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
5 comments:
Opos vlepeis episkeptomai to blog s sihna gia na do ta grafomena s.
Btw ti en touto to keimeno tze pou kolla sto blog s?
Gmt re Froso, ehalases m to a. Opos to diavaza tziame p tous epiasen i ka Maria, lalo enna shisei pano tous na tous viasei (emmmmm, sorry na tous diapaidagohisei sexoualika ennoo).
LOOOOOOOOL. Gmt a, itan nan kalo etsi telos (i senario se tsonta).
Kali vdomada.
re andreaaaaaaaa eleos!
edw kanoume sovari doulia oxi porno! hahahha les na dokimasw? hmm... tha ginw plousia e? megalos o peirasmos.... tha to exw ipopsin...
makiaaaa
Plousia DEN to nomizo, epeidi o sinagonismos einai megalos.
Ma stelleis m tze makia?
Hmmmmmmm, ashimon touton a
:P
hehehehe
prepei na doulepsoume me to sinaisthimatismo sou nomizw!
makia
Mia hara en o sinaisthimatikos m kosmos, en hreiazetai peraitero analisi i douleia.
Plus, POSES douleies enna kameis? Eisai tze krima na kourazesai toso.
Have a nice weekend
Post a Comment