Μέσα σε δάσος δύσβατο και πυκνές φυλλωσιές, ένα ποτάμι δρόσιζε ό,τι άγγιζε στο διάβα του. Όλα είχαν φωνή εκτός από αυτήν, μόνο η δική της καρδιά ένιωθε την τρικυμία, μόνο η δική της καρδιά, δεν έβρισκε καταφύγιο.
Σκεφτόταν τον άγγελό της, ένα παζλ που δεν κατάφερε ποτέ να λύσει και να φυλάξει στην καρδιά της. Ένα κομμάτι μισό, μια σταγόνα διψασμένη. Πριν λίγο καιρό τον κοίταξε στα μάτια. Τα μάτια της μέθυσαν από το άπλετο φως της φιγούρας του. Το μόνο που ήθελε ήταν μια γωνιά να τον κοιτάει απερίσπαστη. Χωρίς λόγια, επικίνδυνα μαγευτικά, χωρίς σκέψεις, γλυκά απόμακρες.
Ο άγγελος της έδινε ακόμα μια ευκαιρία, αν και δεν ήξερε αν της άξιζε. Και όμως το ρίσκαρε. Μια τελευταία ευκαιρία, πριν πέσει η αυλαία. Μια ευκαιρία να φιλιώσουν δύο άτομα που είχαν βρεθεί στη μέση του πουθενά, και όμως είχαν κηρύξει τον πόλεμο. Μια απόπειρα ανακωχής. Μια απόπειρα γαλήνης, εξιλέωσης, λύτρωσης.
Η καρδιά της διψούσε για το νερό που ο άγγελος της έδινε απλόχερα. Όταν όμως διψάς για πολύ καιρό, συνηθίζεις. Φοβάσαι το αίσθημα της πληρότητας. Σου είναι άγνωστο. Η ανασφάλεια σε κατατρώει, σε πνίγει. Οι αγνές του προθέσεις δεν στάθηκαν ικανές για εκείνη να οικειοποιηθεί την πράξη αυτή. Δεν της ζήτησε τίποτα, και όμως πάλι φοβήθηκε. Του ζήτησε τον κόσμο. Αυτός αρνήθηκε, δείχνοντας τον ουρανό. Η ψυχή δεν πρέπει να ζητά. Πρέπει πρώτα να δώσει. Αυτή όμως δεν είχε τίποτα να δώσει. Έκλεισε όλα αυτά που μπορούσε να δώσει σ’ ένα μπαούλο και πέταξε το κλειδί στο ποτάμι της μοναξιάς.
Ο άγγελος κουράστηκε, δεν είχε δυνάμεις να προσπαθήσει άλλο. Είχε άλλωστε προσπαθήσει τόσες φορές στο παρελθόν. Αναρωτιόταν τι έκανε στο δάσος εκεί. Έπρεπε να φύγει. Τα φτερά του είχαν αρχίσει να σκουριάζουν κοντά της. Έπρεπε να πετάξει, να αναπνεύσει. Αυτή όταν είδε την όψη του κατάλαβε την απόφασή του. Η ψυχή της σκίστηκε στα δυο. «Είσαι ο άγγελός μου, δεν μπορείς να φύγεις». Η όψη της σκοτείνιασε. Το βλέμμα της πάγωσε. Του είπε ψέματα. «Μετάνιωσα που σε γνώρισα», του είπε. «Μακριά σου είμαι καλύτερα». Λόγια μαχαιριές, λόγια φτηνά, όχι αληθινά, που χάραξαν την ψυχή της. Πόνεσε που τα είπε, ήταν όμως τα μόνα που ήξερε, τα μόνα που έβγαιναν από τα χείλη της. Και ας ήθελε να του φωνάξει «μείνε κοντά μου». Κι ας ήθελε να πιάσει το χέρι του και να το φιλήσει ως δείγμα ευγνωμοσύνης που τον γνώρισε.
Τον έβλεπε να φεύγει, ατάραχη, χωρίς ψυχή. Την ψυχή της την είχαν κλέψει. Νύχτωνε, και ξημέρωνε. Η απουσία του δυσβάσταχτη. Η παρουσία της ματωμένη. Περπατούσε σε δρόμους μοναχικούς, αφήνοντας σημάδια. Με την ελπίδα να τα δει αυτός από ψηλά. Οι μέρες περνούσαν και τα πάντα έμεναν στάσιμα. Δεν υπήρχε πια. Είχε πετάξει πολύ μακριά. Δεν άκουγε πια τα φτερά του. «Με απαρνήθηκε τόσο εύκολα», σκεφτόταν με δάκρυα στα μάτια. «Με ξέχασε». Δεν ήταν εσένα που ξέχασε καλή μου, την ψυχή σου βαρέθηκε και την άσβεστη μελαγχολία που έκαιγε μέσα σου. Η μοναξιά την κοιτούσε πάλι κατάματα, την καλούσε.
Μια μέρα ξεχασμένη, άκουσε κάποιον να πίνει νερό από την πηγή της. Αυτός είναι σκέφτηκε. Σήκωσε το βλέμμα, με ανείπωτη προσδοκία Δεν ήταν αυτός. Δεν ήταν ο άγγελός της. Δεν ήταν άνθρωπος. Η παρουσία του αλλιώτικη. Η αύρα του μοναδική. Ο άγνωστος νέος διάβασε την πίκρα στα μάτια της που τόσο έντονα διαγραφόταν. Αποφάσισε να της κάνει παρέα. Να τη συντροφεύσει για λίγο. Να της δείξει το δρόμο, να ξεφύγει. Το δάσος σκοτείνιαζε επικίνδυνα και έπρεπε να βιαστεί. Πριν τη φυλακίσει για πάντα. Το καντήλι της ερημιάς, τρεμόπαιζε επικίνδυνα.
«Θα σε οδηγήσω εγώ», της είπε με λόγια που πλημμύριζαν από βεβαιότητα. «Έχω διαβεί το μονοπάτι της κόλασης. Ξέρω κάθε δρόμο διαφυγής. Μαζί μου θα είσαι ασφαλής. Θα σου δώσω πνοή από την πνοή μου». Τον κοίταξε στα μάτια, ήθελε τόσο πολύ να τον πιστέψει. Είχε ανάγκη από άγγιγμα. Ανάγκη από στοργή. Ο οδηγός βάδιζε μαζί της μέρες ολάκερες. Μοιραζόταν μαζί της σκέψεις, ελπίδες, στοχασμούς. Όσο πλησίαζαν στο τέλος της διαδρομής, η μοναξιά της άρχισε να τσούζει. Οι πληγές ήταν φρέσκιες. Την πονούσαν ακόμη. Η μπερδεμένη υπόστασή της άρχισε να κουλουριάζεται. Είχε συνηθίσει να πορεύεται μόνη. Δυσκολευόταν να αφεθεί.
Μια μέρα ο οδηγός της ζήτησε αντάλλαγμα για την παρέα του. Της ζήτησε το κλειδί της καρδιάς της. Αυτή έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια της. «Το κλειδί; Αυτό δεν το έδωσα καν στον άγγελό μου. Τον άφησα να φύγει. Πλήρωσα το τίμημα. Και τώρα πρέπει να δώσω το κλειδί μου;». Δεν ήθελε ωστόσο να μείνει ξανά μόνη. Ο οδηγός ήταν έτοιμος να την πάρει μαζί του, να της δώσει ξανά ελπίδα. Έπρεπε να βγει από το δάσος που τόσα χρόνια έτρεφε την ψυχή της. Το δάσος ήταν επικίνδυνο για τον οδηγό. Το δάσος ήταν επικίνδυνο και για τον άγγελό της. Το δάσος ήταν καταραμένο.
Ο οδηγός κατάλαβε το δισταγμό της. Θύμωσε, της μίλησε σκληρά. «Ήμουν έτοιμος να σε προστατέψω, να γίνω συνοδοιπόρος σου, να σε κρατήσω κοντά μου. Όμως εσύ δεν έχεις αισθήματα. Δεν γνωρίζεις τι πάει να πει αγάπη. Αυτό το δάσος σε καταστρέφει, απομυζά την ψυχή σου. Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ. Ή θα έρθεις μαζί μου ή θα φύγω μόνος. Και πίστεψέ με, είμαι ίσως ο τελευταίος που πέρασε το κατώφλι αυτού του δάσους. Ίσως είμαι ο τελευταίος που πραγματικά ήθελε να σε πάρει μαζί του. Διάλεξε. Ή θα με εμπιστευτείς και θα έρθεις μαζί μου, δίνοντας μου το κλειδί της καρδιάς σου, ή θα μείνεις εδώ μόνη σου».
Αυτή κοίταξε τον ουρανό, ελπίζοντας να δει τον άγγελό της. Ευχόταν μέσα από την ψυχή της να ακούσει τα φτερά του να φτάνουν κοντά της. Και όμως σκοτάδι. Τα πράσινα φύλλα είχαν αρχίσει να αλλάζουν χρώμα. Το τοπίο μεταμορφωνόταν. Άλλαζε σκηνικό. Πήγε να δει το σοφό ξωτικό. Οι συμβουλές του ήταν πάντα πολύτιμες. Έκλαψε μπροστά του, έκλαψε για ώρες. Οι πληγές στα χέρια της ήταν δυσβάσταχτες. Το σοφό ξωτικό της είπε να ξεχάσει τον άγγελό της. Της εξήγησε με λόγια συμπόνιας πως όσο και να περίμενε ο άγγελος είχε χαθεί, σε δρόμους που αυτή δεν μπορούσε να ακολουθήσει. «Ο οδηγός θα ξεδιψάσει τη δίψα σου. Θα δώσει χρώματα στον ουρανό. Θα ξεριζώσει κάθε φόβο, κάθε ανασφάλεια. Θα αγναντέψεις ξανά τον ορίζοντα. Πρέπει να τον ακολουθήσεις. Η μεγάλη καταιγίδα πλησιάζει. Δεν θα μπορέσεις να επιβιώσεις μόνη. Πρέπει να βιαστείς».
Η ψυχή της κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Δεν ήξερε τι να επιλέξει. Ήταν η κυρία του δάσους. Με μόνη συντροφιά τη μοναξιά της. Μια μοναξιά που ήταν πάντα δίπλα της και την κοίταζε κατάματα κάθε στιγμή. Ήταν κομμάτι του εαυτού της. Και τώρα της ζητούσαν να εγκαταλείψει το δάσος, αφήνοντας πίσω καθετί που είχε ριζώσει σχεδόν στοργικά γύρω της. Μέσα στο δάσος αυτό βρήκε τον άγγελό της. Αν έφευγε δεν θα την έβρισκε ποτέ ξανά. Αν όμως ο άγγελός της είχε βρει νέα γη να κατοικήσει; Αν δεν επέστρεφε να την πάρει μαζί του, ίσως τότε να έμενε για πάντα μόνη. Ο οδηγός της έδινε όλα όσα είχε ποτέ επιθυμήσει. Ανακούφιζε την ψυχή της. Φιλούσε τις πληγές της. Ο φόβος της μοναξιάς και της συντροφικότητας έδιναν μια θανάσιμη μάχη μέσα της. Οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Δεν θα άντεχε για πολύ ακόμη. Ο αγέρας δυνάμωνε. Ο ήλιος δεν φώτιζε τον ουρανό. Τα δέντρα έκρυβαν τα αστέρια.
Έτρεξε στον οδηγό, του ζήτησε να την πάρει μαζί του. Είχε ανάγκη από κάποιον στο πλάι της. Ο οδηγός την αγκάλιασε σφικτά. Της είπε πως μαζί του δεν χρειάζεται να φοβάται τίποτα. Της ορκίστηκε παντοτινή αγάπη, φροντίδα και σεβασμό.
Άρχισαν να πλησιάζουν τα όρια του δάσους. Σε λίγο θα περνούσαν απέναντι. Αυτή δεν ησύχαζε. Το πνεύμα και το σώμα της άρχισαν να διστάζουν. Σε λίγο θα βάδιζε σε άγνωστα μονοπάτια. Ρίγος κυριαρχούσε την καρδιά της. Φόβος, ανασφάλεια. Το δάσος ήταν δικό της, ήξερε κάθε πιθαμή, κάθε κίνδυνό του. Είχε χαράξει κάθε ελπίδα, κάθε συλλογισμό της στους κορμούς των δέντρων. Ήταν το δάσος της.
Ο οδηγός βάδιζε πιο μπροστά. Αυτή ακολουθούσε. Ήξερε πως κοντά του θα μάθει πολλά. Ήξερε πως θα ήταν φάρος σε θάλασσα φουρτουνιασμένη. Θα έβλεπε πάντα το φως του για να αγκυροβολήσει σε ασφαλές λιμάνι. Της το είχε αποδείξει σε όλη τη διαδρομή. Μπορούσε να βασιστεί πάνω του. Της άπλωσε το χέρι. Το κοίταξε αλαφιασμένη. Είχε φτάσει η ώρα να ενωθεί μαζί του.
Τα μάτια της δάκρυσαν. Το δάκρυ καυτό έκαιγε τα μαγουλά της. «Είμαι καταραμένη», του είπε. Άρχισε να βαδίζει προς τα πίσω. «Δεν μπορώ να σε ακολουθήσω». Τα λόγια της βούιζαν σαν προδοσία στα αφτιά του. «Το τίμημα που θα πληρώσεις το σκέφτηκες», τη ρώτησε με ύφος λυπημένο. «Ό,τι με τρέφει με καταστρέφει», του απάντησε δειλά. «Λυπάμαι, προσπάθησα…».Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια.
Άρχισε να τρέχει πίσω στο δάσος της. Η αναπνοή της σχεδόν δεν ακουγόταν. Έτρεχε πίσω, σε μια απέραντη μοναξιά που περίμενε να την υποδεχτεί με τις αγκάλες ανοιχτές, έτοιμη να την κλείσει μέσα για πάντα. Έτρεχε στα ζώα του δάσους, στις πράσινες φυλλωσιές, στους γέρικους κορμούς, στο θλιμμένο φεγγάρι, στο μοναχικό ήλιο, στο παγωμένο ποτάμι. Ήταν κομμάτι του εαυτού της. Έτρεχε αδιάκοπα, οι θάμνοι έγδερναν τα πόδια της. Το κορμί της πονούσε, η ανάσα της έκαιγε βουβά.
Και ξαφνικά ο πόνος άρχισε να υποχωρεί. Προχωρούσε χωρίς να κουράζεται. Κάτι της χάιδευε την πλάτη. Έστρεψε πίσω τη ματιά της να δει τι συμβαίνει. Ο χρόνος σταμάτησε. Η ψυχή της έλαμψε, το βλέμμα της ηρέμησε. Είδε τα φτερά της. Υπέροχα, μοναδικά σμιλευμένα με περίσσια τέχνη φτερά. Φτερά που έμοιαζαν δροσοσταλίδες ντυμένα με ηλιαχτίδες. Φτερά που πάντα θα της θυμίζουν το δικό της άγγελο. Το μοναδικό πλάσμα που θα έχει ένα δικό του μέρος να πλαγιάσει μέσα της.
Χάθηκε μέσα στο πυκνό δάσος. Ποτέ ξανά δεν άκουσε κανείς για αυτήν. Πότε κανείς δεν νοιάστηκε να μάθει. Ίσως καθόταν πλάι στο ποτάμι. Ίσως αγνάντευε τον ουρανό. Ίσως ακόμη περίμενε… τον άγγελό της.
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ:
nobody shall see the truth, but everyone shall feel it...
30 May, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
2 comments:
τώρα τι ακριβώς να πω η μάλλον να γράψω εν ξέρω. ίσως ότι μέσα σε αυτή την ιστοριούλα κάπου μέσα είδα τον κυριάκο? καπου μέσα σε κάποια σημεία ναι τον είδα. σου είπα και πιο πριν ότι εν φοβερά τα κείμενα σου αλλά να βλέπω και τον εαυτό μου μέσα.... έλεος:)όπως και νάχει συνέχισε έτσι και που ξέρεις, μέσο τέτειων κειμένων κάπιοι ίσως ''κερδίζουν'' κάτι.
ax re kiriako na ise kala :)
Post a Comment