Ένα χτύπημα στη διπλανή πόρτα έκανε την καρδιά του να παγώσει. Κοίταξε τα χέρια του, ήταν ακόμα βουτηγμένα στο αίμα. Κοίταξε το σεντόνι, ακόμα μύριζε αυτό που έντονα νοσταλγούσε, ακόμα ήταν ζεστό, θρυμματίζοντας σκέψεις και φόβους.
Μια φωνή διακόπτει τη σιωπή, ο άνεμος σβήνει το κερί, μια σκέψη θολώνει το μυαλό. Ένας βαθύς αναστεναγμός, ένα μαχαίρι πέφτει στο πάτωμα, μια ψυχή χάνεται. Σχεδόν υπνωτισμένος κοίταξε το δωμάτιο. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά τα αντικείμενα, έβλεπε σκιές, άκουγε ψιθύρους. Άνοιξε το φως, ανασκουμπώθηκε και κάθισε σε μια ξεβαμμένη, σχεδόν σκονισμένη πολυθρόνα. Δεν υπήρχε όμως κανείς. Μόνο ένα άψυχο σώμα στο πάτωμα, βαμμένο στο αίμα. Τόσο κόκκινο όσο το χρώμα της φωτιάς που ακατάπαυστα καίει για μέρες. Προσπάθησε να θυμηθεί γιατί βρισκόταν εκεί. Το δωμάτιο, μύριζε άσχημα, ήταν ακατάστατο και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Αυτό που τον τρόμαξε ήταν το αίσθημα της ευφορίας που ένιωθε. Κάτι μέσα του τον έτρεφε, του έδινε ζωή, ένας ακατανίκητος πόθος, μια αυταρχική αυτοπεποίθηση.
Κοίταξε τη φωτογραφία που βρισκόταν στο ξύλινο τραπέζι, δίπλα από ένα ολόσωμο καθρέφτη. Το μυαλό του άρχισε σιγά-σιγά να πλανιέται, στο τελευταίο πράγμα που θυμόταν, είχε αρχίσει να θυμάται. Στεκόταν στην άκρη του λεωφορείου, περιμένοντας να γίνει 8,10! Το λεωφορείο ερχόταν ακριβώς στις 8,10 και αυτός ήταν πάντα εκεί ακριβώς στις 8,03! Ξυπνούσε στις 6,03 ακριβώς. Καθόταν στο κρεβάτι για τρία λεπτά, σηκωνόταν, έκανε καφέ, και έβαζε πάντα 3 κουταλιές ζάχαρη. Το τρία ήταν ένας αριθμός πολύ σημαδιακός γι’ αυτόν. Ήταν ένας αριθμός που μπορούσε να ρυθμίσει το υπόλοιπο της μέρας, αποφεύγοντας κάθε αναβολή, κάθε ανατροπή, ανακουφίζοντας τη σχολαστική καθημερινότητα, που τόσο ευχάριστα αυτός απολάμβανε.
Όταν ήταν παιδί, του άρεσε να παίζει βόλους με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα τυχερός και σπάνια κέρδιζε. Εκείνο το απόγευμα, ο παππούς του, τού χάρισε τρεις αστραφτερούς, σχεδόν ανέπαφους βόλους. Τους πήρε με ανυπομονησία και τρέχοντας πήγε να παίξει. Κατάφερε να κερδίσει τρία συνεχόμενα παιχνίδια. Από εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα το τρία έγινε ο φύλακας άγγελός του. Ένας αριθμός κοινός για την πλειοψηφία. Ένας αριθμός παντοδυναμίας για εκείνον.
Η ώρα είχε πάει 8,15 και το λεωφορείο δεν είχε φανεί. Περίεργο σκέφτηκε, έπρεπε να είχε φτάσει. Η εταιρεία που χρησιμοποιούσε ήταν πάντα πολύ τυπική στις αφίξεις. Το βλέμμα του έπεσε σε μια κοπέλα, με κόκκινα μακριά μαλλιά, που φορούσε ένα κίτρινο παλτό. Πολύ εκνευριστικό χρώμα, σχολίασε ψιθυριστά. Η κοπέλα τον κοίταξε και του είπε: «Μήπως έχετε 3 κέρματα των δέκα, ξέρετε, θέλω να πάρω τηλέφωνο αλλά ξέχασα την τσάντα μου στο ταξί και δεν ξέρω τι θα κάνω. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον Τόμας. Θα σας τα επιστρέψω». Τι όμορφο άσπρο δέρμα, τα μαλλιά της μοιάζουν με φλόγες , έτοιμες να παρασύρουν στο διάβα τους κάθε τι, που αυτή θα αντικρίσει. «Κύριε», του είπε σαστισμένη, καθώς το βλέμμα του φαινόταν χαμένο. «Με συγχωρείτε, δεσποινίς, βεβαίως μπορώ να σας δώσω 3 κέρματα!».
Της έδωσε τα κέρματα και την έβλεπε να απομακρύνεται. Χωρίς να το σκεφτεί την ακολούθησε. Πρώτη φορά έκανε κάτι τόσο αυθόρμητο, τόσο παρορμητικό. Υπήρχε όμως λόγος. Υπήρχε δικαιολογία. Η άγνωστη γυναίκα του είχε ζητήσει 3 κέρματα. Δεν μπορούσε παρά να το εκλάβει ως σημάδι , μονολογούσε μέσα του, καθώς απομακρυνόταν από τη στάση του λεωφορείου. Ξάφνου φάνηκε και το λεωφορείο, αλλά αυτός δεν νοιάστηκε, άρχισε να βαδίζει πιο γρήγορα, ακολουθώντας την κοπέλα με το κίτρινο παλτό.
Η κοπέλα μπήκε σε μια καφετέρια, αυτός την κοίταζε από το παράθυρο. Αυτή, πήγε προς το τηλέφωνο, αλλά κάποιος την άρπαξε από το χέρι. Ήταν μια ηλικιωμένη κυρία. Στην αρχή η συνομιλία τους ήταν ήρεμη, σχεδόν φιλική. Σιγά-σιγά, όμως, ο τόνος της συζήτησης άρχισε να δυναμώνει. Το κατάλαβε από τις κινήσεις, τα τρεμάμενα βλέφαρα, το ξαναμμένο της πρόσωπο, το βλέμμα της γριάς, το ένιωθε στον αέρα, κάτι δεν πήγαινε καλά. Αυτός αναστατώθηκε, και ένιωσε μια περίεργη οργή να τον κυριεύει. Αποφάσισε να επέμβει, όταν την είδε να απομακρύνεται από τη γριά με γρήγορο, εντελώς πειθαρχημένο βήμα.
Αυτός, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, την ακολούθησε μεθυσμένος από το κόκκινο χρώμα των μαλλιών της. Περπατούσε για αρκετά χιλιόμετρα, είχε αρχίσει να κουράζεται. Η ανάσα του λαχανιασμένη πια χανόταν στα δικά της τα βήματα. Αυτή σταμάτησε κοντά στο προαύλιο μιας πολυκατοικίας. Χτύπησε ένα κουδούνι, και ένας νεαρός κατέβηκε και της άνοιξε την πόρτα. Αυτός ένιωσε μια αναταραχή, κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει. Η σκέψη του θόλωσε, κοίταξε το παράθυρο και τους είδε να στέκονται εκεί αγκαλιασμένοι. Αυτή είχε ένα ήρεμο ύφος, το πιο πράο πρόσωπο που είχε αντικρίσει ποτέ του. Ήταν σαν καράβι, που μόλις έχει αγκυροβολήσει σε λιμάνι, μετά από φουρτούνα. Με ένα φάρο, μια προκυμαία και άσπρα κάγκελα στον ορίζοντα. Ένα κίτρινο μπαλόνι, όπως ακριβώς ήταν το παλτό της, ελεύθερο ατένιζε τους αιθέρες, θέλοντας να φτάσει στον ουρανό και να πραγματοποιήσει μια ευχή.
Κάθισε σ΄ ένα σπασμένο παγκάκι, ξεχασμένο στην άκρη ενός κατά τα άλλα πολυσύχναστου δρόμου. Παραπέρα είχε ένα πάρκο, όπου διάφορα παιδιά έπαιζαν εκεί, αγνοώντας την ανάγκη του κάθε περαστικού να ταξιδεύσει σε σκέψεις ανείπωτες. Οι φωνές του τρυπούσαν τα αφτιά, δεν τον άφηναν να συγκεντρωθεί και να χαθεί στο συλλογισμό που η μορφή της άγνωστης αυτής γυναίκας τον καθοδηγούσε σε δύσβατο προορισμό.
Άρχισε να πέφτει το δειλινό φως, σκεπάζοντας με αδιάφανη πλάνη την ατμόσφαιρα. Την είδε να βγαίνει. Του φάνηκε πως ένα μυστήριο πέπλο την είχε τυλίξει. Ένα ζωηρό φως την είχε ντύσει. Την ακολούθησε αμίλητος, προσπαθώντας να μην γίνει αντιληπτός. Είχαν φτάσει σε μια άλλη πολυκατοικία, σε ένα απόμερο σοκάκι, σχεδόν σκοτεινό, τελείως μίζερο. Ανατρίχιασε, καμία σχέση δεν είχε ο χώρος με τη θαλπωρή του δικού του σπιτιού. Καμία σχέση με την τάξη που επικρατούσε σε κάθε σπιθαμή της δικής του εστίας. Παρόλα αυτά, δεν δίστασε, μπήκε μέσα και κοντοστάθηκε στην αρχή του διαδρόμου. Ένα πράσινο χαλί, με περίεργα λουλούδια, του απέσπασαν για λίγο την προσοχή, προσπαθώντας να καταλάβει αν τα λουλούδια ήταν τοποθετημένα με κάποια συμμετρία. Κάποιος την περίμενε μέσα. Στην αρχή επικράτησε απόλυτη σιωπή. Τη σιωπή διέκοψαν φωνές. Για κάμποση ώρα άκουγε δύο γυναικείες φωνές. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν, αλλά ο καβγάς ήταν σε έντονο τόνο. Επικράτησε σιωπή και άκουσε βήματα. Η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά βγήκε νευριασμένη από την πόρτα, αφήνοντάς την πίσω της ανοικτή.
Αυτός, όμως, δεν την ακολούθησε. Ήθελε να δει ποιος ήταν στο δωμάτιο. Πλησίασε με βήμα αποφασιστικό. Κοίταξε μέσα με ύφος αλαφροΐσκιωτου ανθρώπου. Την είδε και το βλέμμα του σκοτείνιασε. Ήταν η ηλικιωμένη γυναίκα της καφετέριας. Πλήγωσε την κοκκινομαλλούσα του μούσα δυο φορές μέσα στην ίδια μέρα. Θυμήθηκε το ήρεμο βλέμμα της κοντά στο νεαρό που συνάντησε πιο πριν. Γιατί να μην είχε το βλέμμα εκείνο όλη την ώρα; Εκείνο το ήρεμο γαλήνιο ύφος του αγκυροβολημένου καραβιού. Αυτή η γριά την έκανε να μοιάζει άσχημη. Μετέτρεπε τον άγγελό του σε διάβολο, τα μάτια της φιδίσια, η παρουσία της αλλόκοτη. Όχι, δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Δεν θα άφηνε να την πληγώσει για τρίτη φορά. Αυτή η μεταμόρφωση έπρεπε να σταματήσει.
«Ποιος είσαι εσύ», φώναξε η γριά. Αυτός χωρίς καν να την αντικρίσει μπήκε μέσα. Πήγε στην κουζίνα και έψαξε τα συρτάρια. Πήρε το πιο αστραφτερό μαχαίρι από όλα. Η λεπίδα του άστραφτε μέσα στο μισοσκόταδο. Μια λάμπα μόνο φώτιζε το χώρο. Μια μαγευτική συνυνυπαρξία χλωμών, καταθλιπτικών εικόνων. Την πλησίασε, νιώθοντας την παντοδυναμία της κοφτερής λεπίδας μέσα στα χέρια του. Η γριά σαν φοβισμένο σπουργίτι, τον κοιτούσε ανήμπορη να αντιδράσει. Της κάρφωσε τρεις μαχαιριές, χωρίς να ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος που θα παραβίαζε την τελετουργία της σφαγής.
Το μαχαίρι έπεσε στο πάτωμα, πήγε στο υπνοδωμάτιο, πήρε ένα άσπρο σεντόνι και κάλυψε το πτώμα. Δεν ήθελε η άσχημη αυτή εικόνα να σπιλώνει τη ζεστή θαλπωρή της ανάμνησης, που η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά του δημιουργούσε. Άνοιξε το φως. Το κόκκινο αίμα, που είχε απλωθεί στο πάτωμα κάνοντας ρυάκια, του προκαλούσε μια γλυκιά αναστάτωση. Του θύμιζαν αυτήν. Τα κόκκινα μακριά μαλλιά της. Ξαφνικά ένιωσε να πεινά. Ήθελε να φάει. Να γιορτάσει την παρουσία της όμορφης άγνωστης γυναίκας που μόλις πριν λίγο μπήκε στη ζωή του. Μιας άγνωστης που του ζήτησε τρία κέρματα, που ουδέποτε χρησιμοποίησε.
Κάθισε στην παλιά ξεβαμμένη πολυθρόνα. Κοίταξε μια φωτογραφία στο ξύλινο τραπέζι. Μια γυναίκα χαμογελούσε. Είχε αφιέρωση: «Στο γλυκό μου κορίτσι, με αγάπη η μητέρα σου». Αναγνώρισε τη γυναίκα. Ήταν το άψυχο σώμα που κειτόταν χάμω, με μια μικρή διαφορά. Το χαμόγελο ήταν πια σβησμένο από τα χείλη της….
03 September, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
4 comments:
Σου είπα πολλές φορές ότι έχεις ένα ζηλευτό ταλέντο να γράφεις. Απλά είσαι πεσιμίστρια στον τρόπο που γράφεις σε αντίθεση με εμένα που είμαι καλά κρασιά. Πάντως νομίζω ότι πρέπει να τα στείλεις κάπου όλα αυτά και γιατί όχι να δημοσιευθούν.
πεσιμιστριά ε? ερμμ βασικά δεν ξέρω απλά μ΄αρέσουν τα κάπως πού σου νεύκω πού παεις κείμενα!
να δημοσιευτούν??? μπα! θα μου κλέψουν μέρος της ψυχής μου μετά, μην σου πω κιόλας πως δεν μ' αρέσει η κριτική! για την πάρτη μου τα γράφω και τους φίλους μου!
thanks baby
mouatssss
Η ουσία της ζωής είναι να την ζούμε καλά. Και για να ζούμε καλά θα πρέπει να μην δίνουμε σημασία στον κάθε άσχετο που μας χαλά την μέρα. Βασικά θεωρώ μεγάλη υπόθεση το ότι βρίσκεις διέξοδο στο γράψιμο και εκφράζεις πολύ ωραία πράγματα μέσα απο τα κείμενα σου. Το συγκεκριμένο πόνημα σου αποτελεί για εμένα κάτι αλληγορικό. Σκοτώνεις αυτά που σε χαλάνε που σε εμποδίζουν, που σου στραβώνουν την μέρα. Συνέχισε έτσι φιλενάδα. Η ζωή είναι μικρή...Και πρέπει να την ζούμε καλά.
oute me pompes den ipologisa poios itan o nekros. nomiza itan i kopella. arese mou to anatreptiko telos. sinexise
Post a Comment